- πυρομάχος
- πῠρο-μάχος [ᾰ], ον,= πυριμάχος, Thphr.Lap.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρομάχος — Όνομα 2 Αθηναίων ανδριαντοποιών της αρχαιότητας. 1. Έζησε τον 5o αι. π.Χ. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι είχε φιλοτεχνήσει χάλκινο τέθριππο που το οδηγούσε ο Αλκιβιάδης. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει άλλον χαλκοπλάστη με αυτό το όνομα, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
πυρομάχοι — πυρομάχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίμαχος — η, ο, και πυρομάχος, ο / πυριμάχος, ον, και πυρομάχος, ον, ΝΑ αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη φωτιά νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο πυρομάχος ο πυροστάτης, η πυροστιά 2. φρ. «πυρίμαχα υλικά» τεχνολ. χαρακτηρισμός υλικών που δεν… … Dictionary of Greek
MOLARIS Lapis — quem Graeci μυλίαν et μυλίτην vocant, culque plurimus inest ignis, ut habet Plin. l. 36. c. 19. Graecis quoque πυρομάχος dicitur et πυρίτης Sic enim dictus, non quod ignem faciat percussus, sed quod igni resistat; nec enim igni solvitur, nec… … Hofmann J. Lexicon universale
PYROMACHUS Lapis — Graece Πυρομάχος, Vide supra in voce Pyrites … Hofmann J. Lexicon universale
ακρόδοχας — ο το προεξέχον ανώτατο μέρος τών τοίχων ενός οικοδομήματος, το οποίο, όταν καλυφθεί με πλάκες, συγκρατεί με χώμα ή πηλό την επίστρωση οριζόντιας στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκρος + δέχομαι αντί ακροδόχος (πρβλ. ακρο (Ι)) ο αναβιβασμός του τόνου… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek